- προγραμματιστής
- ο, θηλ. προγραμματίστρια, Ν [προγραμματίζω]1. αυτός που καταρτίζει πρόγραμμα και, ειδικότερα, ο ειδικός στην κατάρτιση προγραμμάτων για ηλεκτρονικό υπολογιστή2. φρ. «ηλεκτρονικός προγραμματιστής» — ηλεκτρονικό μηχάνημα που επεξεργάζεται επιστημονικά προγράμματα.
Dictionary of Greek. 2013.